αναριγώ

αναριγώ
με πιάνει ρίγος, ανατριχιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναριγώ — αναριγάω / αναριγώ (παρατατ. ούσα), αναρίγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναριγάω — / αναριγώ (παρατατ. ούσα), αναρίγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”